- ἐγυμνασιάρχουν
- γυμνασιαρχέωto be gymnasiarchimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)γυμνασιαρχέωto be gymnasiarchimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμήθειος — εία, ον, και προμήθειος, ον, Α [Προμηθεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Προμηθέα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Προμήθεια ή Προμήθια ονομασία γιορτής που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Προμηθέα, κατά τη διάρκεια τής οποίας… … Dictionary of Greek